tremble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tremble trembles

tremble (en)

ενεστώτας tremble
γ΄ ενικό ενεστώτα trembles
αόριστος trembled
παθητική μετοχή trembled
ενεργητική μετοχή trembling

tremble (en)