tree
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tree | trees |
tree (en)
- το δέντρο
- ⮡ The branches of the trees were swaying in the wind.
- Τα κλαδιά των δέντρων κουνιόνταν στον αέρα.
- ⮡ The branches of the trees were swaying in the wind.
- (πληροφορική) δένδρο, μία από τις βασικές δομές δεδομένων
- ⮡ The terms parent, child, and sibling are used to describe the relationships between the nodes of a tree structure.
- Οι όροι γονέας, παιδί και αδελφός χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τις σχέσεις μεταξύ των κόμβων μιας δομής δέντρου.
- ⮡ In a tree structure every node has exactly one parent, except the root (which has no parent)
- Σε μια δομή δέντρου κάθε κόμβος έχει ακριβώς έναν γονέα, εκτός από τη ρίζα/αφετηρία (που δεν έχει γονέα).
- ⮡ The HTML DOM uses a tree data structure to represents the hierarchy of elements.
- Το HTML DOM χρησιμοποιεί μια δομή δεδομένων δέντρου για την αναπαράσταση της ιεραρχίας των στοιχείων.
- → δείτε τη λέξη root
- δείτε επίσης: tree (data structure) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ⮡ The terms parent, child, and sibling are used to describe the relationships between the nodes of a tree structure.