tree

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Πληροφορική: δομή δένδρου (tree)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɹi/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tree trees

tree (en)

  1. το δέντρο
    ⮡  The branches of the trees were swaying in the wind.
    Τα κλαδιά των δέντρων κουνιόνταν στον αέρα.
  2. (πληροφορική) δένδρο, μία από τις βασικές δομές δεδομένων
    ⮡  The terms parent, child, and sibling are used to describe the relationships between the nodes of a tree structure.
    Οι όροι γονέας, παιδί και αδελφός χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τις σχέσεις μεταξύ των κόμβων μιας δομής δέντρου.
    ⮡  In a tree structure every node has exactly one parent, except the root (which has no parent)
    Σε μια δομή δέντρου κάθε κόμβος έχει ακριβώς έναν γονέα, εκτός από τη ρίζα/αφετηρία (που δεν έχει γονέα).
    ⮡  The HTML DOM uses a tree data structure to represents the hierarchy of elements.
    Το HTML DOM χρησιμοποιεί μια δομή δεδομένων δέντρου για την αναπαράσταση της ιεραρχίας των στοιχείων.
    → δείτε τη λέξη root
    δείτε επίσης: tree (data structure) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Υπώνυμα

[επεξεργασία]