transpirer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- transpirer < μεσαιωνική λατινική transpirare < trans- spirare, αναπνέω, εκπνέω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tʁɑ̃s.pi.ʁe/
- ⓘ
Ρήμα
[επεξεργασία]transpirer (fr)