to say the least
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]to say the least (en)
- (ιδιωματισμός) για να μην πούμε τίποτα άλλο, χρησιμοποιείται για να δείξει μια συγκρατημένη περιγραφή
- ⮡ He wasn’t very polite to say the least.
- Δεν ήταν πολύ ευγενικός για να μην πούμε τίποτα άλλο.
- ⮡ He wasn’t very polite to say the least.