tlusté střevo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]tlusté střevo (cs) πρότυπο ουδέτερο ελληνικό
- (ανατομία) το παχύ έντερο
tlusté střevo (cs) πρότυπο ουδέτερο ελληνικό