tend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας tend
γ΄ ενικό ενεστώτα tends
αόριστος tended
παθητική μετοχή tended
ενεργητική μετοχή tending

tend (en)

  1. (αμετάβατο, με to) τείνω, ρέπω
    He tends to forget his promises.
    Τείνει να ξεχνάει τις υποσχέσεις του.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) φροντίζω, κοιτάζω, νοιάζομαι, περιποιούμαι
    Who is tending to the baby right now?
    Ποιος φροντίζει τώρα το μωρό;
    Who will tend the garden while you are away?
    Ποιος θα κοιτάζει τον κήπο όσο λείπεις;
    Who will tend to the kids?
    Ποιος θα νοιαστεί τα παιδιά;
    I am tending to a customer.
    Περιποιούμαι έναν πελάτη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη look after
  • tend - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458, 589, 871, 948. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:tend"> , λήμμα: κοιτάζω, νοιάζομαι, τείνω, φροντίζω