tasse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: tassé

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tasse < αραβική tâssa

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɑs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tasse tasses

tasse (fr) θηλυκό