target

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɑːɡɪt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈtɑɹɡɪt/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
target targets

target (en)

  • ο στόχος
    He hit the target ten times consecutively.
    Πέτυχε το στόχο δέκα φορές συνέχεια.
ενεστώτας target
γ΄ ενικό ενεστώτα targets
αόριστος targeted
παθητική μετοχή targeted
ενεργητική μετοχή targeting

target (en) (συχνά στην παθητική φωνή)

  1. στοχεύω, κατευθύνω, στρέφω μια επίθεση ή μια κριτική εναντίον κάποιου ή κάτι
    Target the center of the circle.
    Στόχευσε στο κέντρο του κύκλου.
    All his criticism was targeted at me.
    Όλη η κριτική του κατευθυνόταν εναντίον μου.
  2. προορίζομαι, απευθύνομαι, προσπαθώ να επηρεάσω μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων ή ένα συγκεκριμένο πράγμα
    This dictionary targets/is targeted at Greek learning English.
    Αυτό το λεξικό προορίζεται για τους Έλληνες που μαθαίνουν αγγλικά.
    This books is targeted at beginners.
    Αυτό το βιβλίο απευθύνεται σε αρχαρίους.
    It’s a sales promotion campaign targeting/which targets young consumers.
    Είναι εκστρατεία προώθησης πωλήσεων που απευθύνεται σε νεαρούς καταναλωτές.