target
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
target | targets |
target (en)
- ο στόχος
- ↪ He hit the target ten times consecutively.
- Πέτυχε το στόχο δέκα φορές συνέχεια.
- ↪ He hit the target ten times consecutively.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | target |
γ΄ ενικό ενεστώτα | targets |
αόριστος | targeted |
παθητική μετοχή | targeted |
ενεργητική μετοχή | targeting |
target (en) (συχνά στην παθητική φωνή)
- στοχεύω, κατευθύνω, στρέφω μια επίθεση ή μια κριτική εναντίον κάποιου ή κάτι
- ↪ Target the center of the circle.
- Στόχευσε στο κέντρο του κύκλου.
- ↪ All his criticism was targeted at me.
- Όλη η κριτική του κατευθυνόταν εναντίον μου.
- ↪ Target the center of the circle.
- προορίζομαι, απευθύνομαι, προσπαθώ να επηρεάσω μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων ή ένα συγκεκριμένο πράγμα
- ↪ This dictionary targets/is targeted at Greek learning English.
- Αυτό το λεξικό προορίζεται για τους Έλληνες που μαθαίνουν αγγλικά.
- ↪ This books is targeted at beginners.
- Αυτό το βιβλίο απευθύνεται σε αρχαρίους.
- ↪ It’s a sales promotion campaign targeting/which targets young consumers.
- Είναι εκστρατεία προώθησης πωλήσεων που απευθύνεται σε νεαρούς καταναλωτές.
- ↪ This dictionary targets/is targeted at Greek learning English.