tablet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tablet < (άμεσο δάνειο) γαλλική tablette < παλαιά γαλλική tablete < υποκοριστικό του table
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tablet (en)
- χάπι (φάρμακο)
- στήλη, κομμάτι πέτρας με αρχαία επιγραφή
- ταμπλέτα (είδος φορητού υπολογιστή)
- ≈ συνώνυμα: tablet computer
- υπερώνυμα: mobile device
- (στη Σκοτία) είδος γλυκίσματος