sweetly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | sweetly |
συγκριτικός | more sweetly |
υπερθετικός | most sweetly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]sweetly (en)
- γλυκά
- ↪ She spoke sweetly to him to calm him down.
- Του μίλησε γλυκά για να τον ηρεμήσει.
- ↪ She spoke sweetly to him to calm him down.