suddenly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | suddenly |
συγκριτικός | more suddenly |
υπερθετικός | most suddenly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]suddenly (en)
- ξαφνικά, μεμιάς, αιφνιδίως
- ↪ Really suddenly it started raining.
- Εντελώς ξαφνικά άρχισε να βρέχει.
- ↪ Suddenly he jumped to his feet.
- Πετάχτηκε μεμιάς όρθιος.
- ↪ Really suddenly it started raining.