successus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]successus, -a, -um
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος succedo
Κλίση
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]successus, -us αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- successus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.