succeed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας succeed
γ΄ ενικό ενεστώτα succeeds
αόριστος succeeded
παθητική μετοχή succeeded
ενεργητική μετοχή succeeding

succeed (en)

  1. (αμετάβατο) πετυχαίνω, επιτυγχάνω
    ⮡  He came to a compromise with the tax office and succeeded in reducing the tax.
    Ήρθε σε συμβιβασμό με την εφορία και πέτυχε τη μείωση του φόρου.
  2. (μεταβατικό) διαδέχομαι
    ⮡  Who succeeded her as Prime Minister?
    Ποιος την διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία;
     συνώνυμα: come after