succeed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | succeed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | succeeds |
αόριστος | succeeded |
παθητική μετοχή | succeeded |
ενεργητική μετοχή | succeeding |
Ρήμα
[επεξεργασία]succeed (en)
- (αμετάβατο) πετυχαίνω, επιτυγχάνω
- ⮡ He came to a compromise with the tax office and succeeded in reducing the tax.
- Ήρθε σε συμβιβασμό με την εφορία και πέτυχε τη μείωση του φόρου.
- ⮡ He came to a compromise with the tax office and succeeded in reducing the tax.
- (μεταβατικό) διαδέχομαι
- ⮡ Who succeeded her as Prime Minister?
- Ποιος την διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία;
- ≈ συνώνυμα: come after
- ⮡ Who succeeded her as Prime Minister?