strona
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]strona < πρωτοσλαβική storna
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]strona (pl) θηλυκό
- η σελίδα
- η πλευρά, η μεριά
- (γραμματική) η φωνή
- strona czynna, bierna, zwrotna - ενεργητική, μέση, παθητική φωνή
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- druga strona medalu: η άλλη όψη του νομίσματος