streak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
streak | streaks |
streak (en)
- η γραμμή, η λουρίδα, ένα μακρύ, λεπτό σημάδι ή γραμμή που έχει διαφορετικό χρώμα από την επιφάνεια στην οποία βρίσκεται
- ⮡ a streak of paint - μια γραμμή χρώματος
- ⮡ a streak of light - μια λουρίδα φως
- το σερί, μια σειρά από επιτυχίες ή αποτυχίες, ειδικά σε ένα άθλημα ή στον τζόγο
- ⮡ The leader in the rankings has a ten-game winning streak.
- Η επικεφαλής της βαθμολογίας έχει σερί δέκα νίκες.
- ⮡ The leader in the rankings has a ten-game winning streak.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | streak |
γ΄ ενικό ενεστώτα | streaks |
αόριστος | streaked |
παθητική μετοχή | streaked |
ενεργητική μετοχή | streaking |
streak (en)
- (μεταβατικό) χαρακώνω, σχηματίζω ραβδώσεις
- ⮡ Her face was streaked with deep lines.
- Οι ρυτίδες χαράκωσαν το πρόσωπό της.
- ⮡ white marble streaked with green - άσπρο μάρμαρο με πράσινες ραβδώσεις
- ⮡ Her face was streaked with deep lines.
- (αμετάβατο) φεύγω σαν αστραπή, περνάω σα βολίδα, προχωρώ πολύ γρήγορα προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ⮡ The cars streaked off as fast as they could.
- Τα αυτοκίνητα έφυγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.
- ⮡ The train streaked by the station.
- Το τρένο πέρασε σα βολίδα από το σταθμό.
- ⮡ The cars streaked off as fast as they could.
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) τρέχω γυμνός στους δρόμους