storm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
storm | storms |
storm (en)
- (άνεμος) η καταιγίδα, η θύελλα
- ↪ A storm is coming.
- Έρχεται καταιγίδα.
- ↪ snowstorm - χιονοθύελλα
- ↪ sandstorm - αμμοθύελλα
- ↪ windstorm - ανεμοθύελλα
- ↪ The storm did great damage to the crops.
- Η θύελλα έκανε μεγάλη ζημιά στις καλλιέργειες.
- ↪ A storm is coming.
- (μεταφορικά) η θύελλα
- ↪ a storm of protest - θύελλα διαμαρτυριών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | storm |
γ΄ ενικό ενεστώτα | storms |
αόριστος | stormed |
παθητική μετοχή | stormed |
ενεργητική μετοχή | storming |
storm (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κυριεύω, επιτίθεμαι ξαφνικά σε ένα μέρος
- ↪ We stormed the enemy positions.
- Κυριεύσαμε τις εχθρικές θέσεις εξ εφόδου.
- ↪ We stormed the enemy positions.
Πηγές
[επεξεργασία]- storm (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- storm (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 379, 487. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:storm"> , λήμμα: θύελλα, κυριεύω