storm

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
storm storms

storm (en)

  1. (άνεμος) η καταιγίδα, η θύελλα
    A storm is coming.
    Έρχεται καταιγίδα.
    snowstorm - χιονοθύελλα
    sandstorm - αμμοθύελλα
    windstorm - ανεμοθύελλα
    The storm did great damage to the crops.
    Η θύελλα έκανε μεγάλη ζημιά στις καλλιέργειες.
  2. (μεταφορικά) η θύελλα
    a storm of protest - θύελλα διαμαρτυριών

Συγγενικά

[επεξεργασία]
ενεστώτας storm
γ΄ ενικό ενεστώτα storms
αόριστος stormed
παθητική μετοχή stormed
ενεργητική μετοχή storming

storm (en)