storia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
storia storie

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
storia < λατινική historia < αρχαία ελληνική ἱστορία < ἵστωρ (κριτής, μάρτυρας, γνώστης) < οἷδα -τωρ (Είδ- τωρ, το τελικό "δ" προ του "τ", τρεπόταν σε "σ")

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

storia (it) θηλυκό