step

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
step steps

step (en)

  1. το βήμα, ένα από μια σειρά από πράγματα που κάνω για να πετύχω κάτι
    We are continually making small steps to win the cup.
    Κάνουμε συνεχώς μικρά βήματα για να πάρουμε το κύπελλο.
    a new step towards resolving the strike - ένα νέο βήμα προς την κατεύθυνση λύσης της απεργίας
  2. το βήμα, η κίνηση που κάνω όταν φέρνω το ένα πόδι μπροστά από το άλλο
    I take a step forward.
    Κάνω ένα βήμα μπροστά.
    We heard steps outside.
    Ακούσαμε βήματα απέξω.
  3. το βήμα, η απόσταση που διανύω όταν κάνω μία τέτοια κίνηση
    a few steps further - μερικά βήματα πιο πέρα
  4. το σκαλί, το σκαλοπάτι, η βαθμίδα
    On the last step, he tripped and fell.
    Στο τελευταίο σκαλί σκόνταψε κι έπεσε.
    He went down the steps two by two/two at a time.
    Kατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά.
    one staircase with twenty steps - μια σκάλα με είκοσι σκαλιά
     συνώνυμα: stair

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας step
γ΄ ενικό ενεστώτα steps
αόριστος stepped
παθητική μετοχή stepped
ενεργητική μετοχή stepping

step (en)

  • πατάω, σηκώνω το πόδι μου και το μετακινώ προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή το βάζω πάνω ή σε κάτι· προχωρώ σε μικρή απόσταση
    Don’t step with dirty feet on the carpet.
    Μην πατάς με βρόμικα πόδια στο χαλί.
    Look out so you don’t step on a scorpion.
    Κοίτα μην πατήσεις κανά σκορπιό!
    He stepped on a burning piece of coal.
    Πάτησε ένα αναμμένο κάρβουνο.

Παράγωγα

[επεξεργασία]