stéthoscope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stéthoscope | stéthoscopes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]stéthoscope (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
stéthoscope | stéthoscopes |
stéthoscope (fr) αρσενικό