splendidly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός splendidly
συγκριτικός more splendidly
υπερθετικός most splendidly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
splendidly < splendid -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

splendidly (en)

  1. λαμπρά, με πολύ όμορφο τρόπο
    ⮡  He decorated the room splendidly.
    Διακόσμησε το δωμάτιο λαμπρά.
  2. υπέροχα, πολύ καλά
    ⮡  She played splendidly at the concert.
    Έπαιξε υπέροχα στη συναυλία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excellently