splendidly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | splendidly |
συγκριτικός | more splendidly |
υπερθετικός | most splendidly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]splendidly (en)
- λαμπρά, με πολύ όμορφο τρόπο
- ⮡ He decorated the room splendidly.
- Διακόσμησε το δωμάτιο λαμπρά.
- ⮡ He decorated the room splendidly.
- υπέροχα, πολύ καλά
- ⮡ She played splendidly at the concert.
- Έπαιξε υπέροχα στη συναυλία.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excellently
- ⮡ She played splendidly at the concert.