sparkle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sparkle sparkles

sparkle (en)

ενεστώτας sparkle
γ΄ ενικό ενεστώτα sparkles
αόριστος sparkled
παθητική μετοχή sparkled
ενεργητική μετοχή sparkling

sparkle (en)