south

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: South

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός south
συγκριτικός further south
υπερθετικός the furthest south

south (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. νότιος, που βρίσκεται προς το νότο ή στο νότιο τμήμα ενός γεωγραφικού χώρου
    ⮡  the South Pole - ο Νότιος Πόλος
    ⮡  South America - η Νότια Αμερική
    ⮡  I am on the south peak.
    Βρίσκομαι στη νότια κορυφή.
  2. νότιος, που προέρχεται από το νότο ή που κατευθύνεται προς αυτόν
    ⮡  a south wind - νότιος άνεμος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός south
συγκριτικός further south
υπερθετικός the furthest south

south (en)

  1. προς τα νότια, προς το νότο
    ⮡  We are sailing south.
    Πλέουμε προς τα νότια.
    ⮡  The house faces south.
    Το σπίτι βλέπει προς το νότο.
  2. νότια
    ⮡  Africa is south of Crete.
    Η Αφρική βρίσκεται νότια της Κρήτης.
    ⮡  Austria is south of Germany.
    Η Αυστρία είναι στα νότια της Γερμανίας.
    ⮡  We live south of London.
    Ζούμε νότια από το Λονδίνο.
  3. (ανεπίσημο, αμερικανική σημασία) λιγότερο, χρησιμοποιείται κυρίως για χρήματα
    ⮡  I’m not going to sell it south of 50 euros.
    Δεν θα το πουλήσω λιγότερο από 50 ευρώ.
  4. (μεταφορικά) η διεύθυνση προς τα κάτω ή προς κάτι το αρνητικό
    ⮡  The situation has gone south.
    Η κατάσταση χειροτέρεψε.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

south (en)

  1. (συνήθως the south) ο νότος, ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα
    ⮡  South is one of the four cardinal points.
    Ο νότος είναι ένα από τα 4 σημεία του ορίζοντα
    ⮡  The winds are blowing from the south.
    Οι άνεμοι πνέουν από τα νότια.
    ⮡  The house faces towards the south.
    Το σπίτι βλέπει προς το νότο.
    ⮡  In the south of Europe are the Mediterranean countries.
    Στα νότια της Ευρώπης βρίσκονται οι μεσογειακές χώρες.
    ⮡  Austria is to the south of Germany.
    Η Αυστρία είναι στα νότια της Γερμανίας.
  2. (the south, the South) ο νότος, το νότιο τμήμα μιας χώρας, μιας περιοχής ή του κόσμου
    ⮡  the seas of/in the south - οι θάλασσες του νότου
    ⮡  the South of Greece - η Ελλάδα του νότου
    ⮡  the inhabitants of the south - οι κάτοικοι του νότου