souillon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
souillon < souiller

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
souillon souillons

souillon (fr)

  1. αρσενικό (παρωχημένο) βρόμικος άνθρωπος
  2. θηλυκό βρομιάρα υπηρέτρια