smupid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- smupid < συμφυρμός των stupid smart, με αντικατάσταση του δεύτερου γράμματος της πρώτης λέξης (t) από το αντίστοιχο της δεύτερης (m)
Επίθετο
[επεξεργασία]smupid (en)
- (νεολογισμός, αργκό) που φέρει ταυτόχρονα τις ιδιότητες του έξυπνου και του ηλίθιου ή ανόητου