smoke
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
smoke | smokes |
smoke (en)
- (μη μετρήσιμο) ο καπνός, μείγμα από αέρια και στερεά σωματίδια που εκπέμπει ένα σώμα όταν καίγεται
- ↪ White/gray smoke is coming out of the chimney.
- Από την καμινάδα βγαίνει άσπρος/γκρίζος καπνός.
- ↪ White/gray smoke is coming out of the chimney.
- (ανεπίσημο) το κάπνισμα τσιγάρου κτλ., μια πράξη του καπνίσματος ενός τσιγάρου
- ↪ Let’s have a smoke.
- Ας κάνουμε τσιγάρο.
- ↪ Let’s have a smoke.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | smoke |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smokes |
αόριστος | smoked |
παθητική μετοχή | smoked |
ενεργητική μετοχή | smoking |
smoke (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καπνίζω, βάζω στο στόμα μου την άκρη ενός αναμμένου τσιγάρου, πούρου ή πίπας και κατά διαστήματα εισπνέω τον καπνό και τον εκπνέω από το στόμα ή από τη μύτη
- ↪ Do you mind if I smoke?
- Σας πειράζει να καπνίσω';
- ↪ Do you mind if I smoke?
- (αμετάβατο) καπνίζω, έχω τη συνήθεια να καπνίζω
- ↪ He has been smoking since he was little.
- Καπνίζει από μικρός.
- ↪ I don’t smoke.
- Εγώ δεν καπνίζω.
- ↪ He has been smoking since he was little.
- (αμετάβατο) καπνίζω, βγάζω, αναδίδω καπνό
- ↪ The fireplace smokes a lot.
- Το τζάκι καπνίζει πολύ.
- ↪ The fireplace smokes a lot.
- (μεταβατικό) καπνίζω, κρεμώ τροφές, κυρίως κρέας, ψάρι ή τυρί, πάνω από τον καπνό ξύλων που καίγονται, σε ειδικό συνήθως χώρο, για να τα διατηρήσω
- ↪ I am smoking herrings.
- Καπνίζω ρέγγες.
- ↪ I am smoking herrings.