slip

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
slip slips

slip (en)

  1. (ενδυμασία) κομπινεζόν
  2. (μεταφορικά) το ολίσθημα
    ⮡  a slip of the tongue - ολίσθημα της γλώσσας
     συνώνυμα: slip-up, → και δείτε τη λέξη mistake
ενεστώτας slip
γ΄ ενικό ενεστώτα slips
αόριστος slipped
παθητική μετοχή slipped
ενεργητική μετοχή slipping

slip (en)

  1. (αμετάβατο) γλιστράω σε μικρή απόσταση τυχαία, ώστε να πέσω ή σχεδόν να πέσω
    ⮡  He slipped on the ice and broke his leg.
    Γλίστρησε στον πάγο κι έσπασε το πόδι του.
     συνώνυμα: slide
  2. (μεταβατικό) ρίχνω, βάζω κάτι κάπου γρήγορα, ήσυχα ή κρυφά
    ⮡  Stop by and slip this card into the mailbox.
    Πετάξου και ρίξε αυτή την κάρτα στο γραμματοκιβώτιο.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω, ρίχνω, βάζω ρούχα ή τα βγάζω γρήγορα και εύκολα
    ⮡  She slipped on/into her nightgown and ran out.
    Πέρασε/έβαλε το νυχτικό της κι έτρεξε έξω.
    ⮡  He slipped a ring on her finger.
    Της πέρασε ένα δαχτυλίδι.
    ⮡  She slipped on a gown.
    Έριξε πάνω της μια ρόμπα.
    ⮡  Slip a shawl over your shoulders.
    Ρίξε ένα σάλι στους ώμους σου.
    ⮡  She slipped off her gown quickly and…
    Έβγαλε τη ρόμπα της γρήγορα και…

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • slip (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 161, 193, 620, 692-695, 770-771. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:slip"> , λήμμα: βάζω, βγάζω, γλιστρώ, ολίσθημα, περνώ, ρίχνω



      ενικός         πληθυντικός  
slip slips

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

slip (fr) αρσενικό