skin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
skin | skins |
skin (en)
- το δέρμα (και η επιδερμίδα)
- ↪ I can’t wear wool on my skin.
- Δεν μπορώ να φορέσω μάλλινα κατάσαρκα.
- ↪ I can’t wear wool on my skin.
- η φλούδα (σε ένα φρούτο)
- το δέρμα και η γούνα ενος ζώου που τα παίρνει ο άνθρωπος για δική του χρήση
- (πληροφορική) σύνολο ρυθμίσεων και γραφικών που τροποποιούν την εμφάνιση και τη διεπαφή ενός προγράμματος-περιβάλλοντος
- (αργκό) το τσιγαρόχαρτο
- υποδιαίρεση μιας φυλής Αβοριγίνων στην Αυστραλία
- (αργκό) συντόμευση για το skinhead
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | skin |
γ΄ ενικό ενεστώτα | skins |
αόριστος | skinned |
παθητική μετοχή | skinned |
ενεργητική μετοχή | skinning |
skin (en)
- γδέρνω το δέρμα (π.χ. από πέσιμο)
- γδέρνω το δέρμα ενός ζώου ή ανθρώπου
- ξεφλουδίζω
- (πληροφορική) εφαρμόζω ένα σύνολο ρυθμίσεων και γραφικών