sirocco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sirocco < (άμεσο δάνειο) ιταλική scirocco < αραβική شرقي (šarqī, ανατολή)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.ʁɔ.ko/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sirocco siroccos

sirocco (fr) αρσενικό