shortcut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
shortcut shortcuts

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
shortcut < short cut

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʃɔːtkʌt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shortcut (en)

  1. η συντόμευση, ένας ταχύτερος ή συντομότερος δρόμος για να φτάσω σε ένα μέρος
    He took a shortcut and arrived first.
    Έκοψε δρόμο κι έφτασα πρώτος.
  2. (πληροφορική) συντόμευση, σύνδεσμος συντόμευσης
  3. (πληροφορική) συντομογραφία του: συντόμευση πληκτρολογίου (keyboard shortcut)[1]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) Shortcut. Προσπέλαση 2020-04-07