sheet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sheet sheets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sheet (en)

  1. το σεντόνι
    ⮡  Someone has slept in these sheets.
    Κάποιος έχει κοιμηθεί σ' αυτά τα σεντόνια.
  2. το φύλλο, χαρτιού ή άλλου υλικού
    ⮡  Write your remarks on a sheet of paper.
    Γράψτε τις παρατηρήσεις σας σε ένα φύλλο χαρτί.