shadow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shadow (en)

Επίθετο

[επεξεργασία]

shadow (en)

shadow government - σκιώδης κυβέρνηση

shadow (en)

  1. σκιάζω
  2. γίνομαι η σκιά κάποιου, τον παρακολουθώ στενά
  3. (προγραμματισμός) η ενέργεια κατά την οποία μία οντότητα «επικαλύπτει» μία άλλη επειδή έχουν το ίδιο όνομα κάνοντάς την απροσπέλαστη, όπως η τοπική μεταβλητή (local variable) που ορίζεται μέσα σε μία συνάρτηση «επικαλύπτει» μία καθολική μεταβλητή (global variable) που έχει οριστεί εκτώς της συνάρτησης