shadow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]shadow (en)
Επίθετο
[επεξεργασία]shadow (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]shadow (en)
- σκιάζω
- γίνομαι η σκιά κάποιου, τον παρακολουθώ στενά
- (προγραμματισμός) η ενέργεια κατά την οποία μία οντότητα «επικαλύπτει» μία άλλη επειδή έχουν το ίδιο όνομα κάνοντάς την απροσπέλαστη, όπως η τοπική μεταβλητή (local variable) που ορίζεται μέσα σε μία συνάρτηση «επικαλύπτει» μία καθολική μεταβλητή (global variable) που έχει οριστεί εκτώς της συνάρτησης