seri
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ίντο (io)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]seri (io)
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- seri < (άμεσο δάνειο) αραβική سَرِيع (sarīʿ, γρήγορος)
Επίθετο
[επεξεργασία]seri (tr)
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- seri < (άμεσο δάνειο) γαλλική série < λατινική seriēs < sero (ενώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]seri (tr)
Πηγές
[επεξεργασία]- seri - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
Κατηγορίες:
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (ίντο)
- Δάνεια από τα αραβικά (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (τουρκικά)
- Τουρκική γλώσσα
- Επίθετα (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (τουρκικά)
- Ουσιαστικά (τουρκικά)