segment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
segment segments

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

segment (fr) αρσενικό

  1. το τμήμα
  2. (γεωμετρία) segment de droite, segment: ευθύγραμμο τμήμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]