seasonal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | seasonal |
συγκριτικός | more seasonal |
υπερθετικός | most seasonal |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]seasonal (en)
- εποχιακός, εποχικός, της εποχής
- ⮡ seasonal unemployment - εποχική ανεργία
- ⮡ seasonal fluctuations/businesses - εποχικές διακυμάνσεις/δουλειές
- ⮡ seasonal fruits/vegetables - φρούτα/λαχανικά εποχής
Πηγές
[επεξεργασία]- seasonal - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 333. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:seasonal"> , λήμμα: εποχικός