season
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
season | seasons |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]season (en)
- η εποχή του χρόνου
- ⮡ The four seasons of the year: spring, summer, fall, and winter.
- Οι τέσσερις εποχές του έτους: άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο και χειμώνας.
- ⮡ The four seasons of the year: spring, summer, fall, and winter.
- η εποχή, περίοδο του χρόνου που ο καιρός είτε είναι πολύ ξηρός είτε βρέχει πολύ
- ⮡ the rainy/dry/monsoon season - η εποχή των βροχών/της ξηρασίας/των μουσώνων
- η εποχή, η σεζόν, χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια ενός έτους όταν συμβαίνει μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
- ⮡ harvest/wine harvesting/hunting season - εποχή του θερισμού/του τρύγου/του κυνηγιού
- ⮡ The season the swallows come/leave.
- Η εποχή που έρχονται/που φεύγουν τα χελιδόνια.
- ⮡ The season that the oranges/tomatoes ripen.
- Η εποχή που ωριμάζουν τα πορτοκάλια/οι ντομάτες.
- ⮡ It’s the season for climbing./It’s climbing season.
- Είναι εποχή για ορειβασία.
- ⮡ the winter/summer season - η χειμερινή/καλοκαιρινή σεζόν
- ⮡ an end-of-season clearance sale - ξεπούλημα λόγω τέλους της σεζόν
- ⮡ These hotels only operate in the summer season.
- Αυτά τα ξενοδοχεία λειτουργούν μόνο κατά τη θερινή σεζόν.
- η σεζόν, χρονική περίοδος κατά την οποία ένα έργο προβάλλεται σε ένα μέρος
- ⮡ The new theater season started.
- Άρχισε η νέα θεατρική σεζόν.
- ⮡ The new theater season started.
- (ειδικά αμερικανική σημασία) ο κύκλος, σύνολο τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών προγραμμάτων που έχουν τους ίδιους χαρακτήρες ή ασχολούνται με το ίδιο θέμα
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- season - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 398-399. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:season"> , λήμμα: καιρός