scratch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
scratch scratches

scratch (en)

  1. η γρατζουνιά, το γδάρσιμο, το ξέγδαρμα, ένα σημάδι, ένα κόψιμο ή ένας τραυματισμός που προκαλείται από το να γρατσουνίζει κάποιος το δέρμα του ή την επιφάνεια κάτι
    ⮡  The table has a few scratches.
    Το τραπέζι έχει λίγες γρατζουνιές.
    ⮡  The collision was violent, but he managed to get away with only a few scratches.
    Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, κατάφερε όμως να γλιτώσει μόνο με λίγες γρατζουνιές.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας scratch
γ΄ ενικό ενεστώτα scratches
αόριστος scratched
παθητική μετοχή scratched
ενεργητική μετοχή scratching

scratch (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) γρατσουνίζω, γδέρνω, ξεγδέρνω, κόβω ελαφρά το δέρμα μου με κάτι αιχμηρό
    ⮡  Beware of the cat, because it will scratch you.
    Πρόσεξε τη γάτα, γιατί θα σε γρατζουνίσει.
    ⮡  I was scratched by the thorns.
    Γρατζουνίστηκα από τα αγκάθια.
    ⮡  The cat scratched me.
    Με έγδαρε η γάτα.
    ⮡  How did you scratch your hands so badly?
    Πώς ξέγδαρες τόσο τα χέρια σου;
  2. (μεταβατικό) γρατσουνίζω, γδέρνω, ξεγδέρνω, βλάπτω την επιφάνεια κάτι, ειδικά κατά λάθος, αφήνοντας λεπτά ρηχά σημάδια πάνω του
    ⮡  The nails scratched the floor.
    Τα καρφιά γρατζούνισαν το πάτωμα.
    ⮡  I scratched the side of my car.
    Έγδαρα το πλάι το αυτοκίνητου μου.
    ⮡  They scratched the floor with their shoes.
    Ξέγδαραν το πάτωμα με τα παπούτσια τους.