scope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scope (en)
- οπτική συσκευή, όπως το μικροσκόπιο ή το τηλεσκόπιο
- το σκόπευτρο πυροβόλου όπλου
- το εύρος ενός αντικειμένου, μιας έρευνας κλπ
- (αργκό) συντομομορφή σύνθετων λέξεων με καταληκτικό συνθετικό το -scope
- (προγραμματισμός) η εμβέλεια (πχ. μεταβλητής σε ένα πρόγραμμα Η/Υ)
- δείτε επίσης: scope (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- scope στην αγγλική Βικιπαίδεια