scirocco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- scirocco < ελληνιστική κοινή → δείτε τη λέξη σιρόκος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scirocco (it) αρσενικό (πληθυντικός scirocchi)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Απόγονοι
[επεξεργασία]scirocco (ιταλικά)
- ↷ γαλλικά: sirocco
- ↷ νέα ελληνικά: σιρόκος
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αραβικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (ιταλικά)
- Δάνεια από τα παλαιά οξιτανικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά οξιτανικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (ιταλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Άνεμοι (ιταλικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ιταλικά)