sacerdoce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sacerdoce sacerdoces

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sacerdoce (fr) αρσενικό

  1. ιεροσύνη
  2. λειτούργημα