route

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
route routes

route (en)

  1. η διαδρομή, το δρομολόγιο, η όδευση, ένας δρόμος που ακολουθώ για να φτάσω από το ένα μέρος στο άλλο
    ⮡  We changed our route and will not be passing through Patras.
    Αλλάξαμε δρομολόγιο και δε θα περάσουμε από την Πάτρα.
    ⮡  escape routes in case of a fire - οδεύσεις διαφυγής σε περίπτωση πυρκαγιάς
  2. το δρομολόγιο, η γραμμή, μια σταθερή διαδρομή κατά την οποία ένα λεωφορείο, τρένο κτλ. ταξιδεύει τακτικά ή αποστέλλονται τακτικά εμπορεύματα
    ⮡  The bus which does the Thessaloniki-Athens route.
    Το λεωφορείο που κάνει το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Aθήνα.
    ⮡  The buses have a route every 5 minutes./The buses run every 5 minutes.
    Τα λεωφορεία έχουν δρομολόγιο κάθε 5 λεπτά.
    ⮡  Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.
    Η κάθε νέα στάση του μετρό που προστίθεται στο συγκοινωνιακό σύστημα δεν συνοδεύεται απαραίτητα από αλλαγές στις λεωφορειακές γραμμές.
  3. (δίκτυο υπολογιστών) διαδρομή, δρόμος[1]
     συνώνυμα: path
ενεστώτας route
γ΄ ενικό ενεστώτα routes
αόριστος routed
παθητική μετοχή routed
ενεργητική μετοχή routing

route (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
route routes

route (fr) θηλυκό

  1. ο δρόμος
  2. το δρομολόγιο
  3. η πλεύση, η ρότα



Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1,0 1,1 από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.