rouge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rouge | rouges |
rouge (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (για χρώμα) κόκκινος, ερυθρός
- ⮡ il est rouge - είναι κόκκινος
- ⮡ il est devenu tout rouge - έγινε κατακόκκινος
- (πολιτική) κομουνιστής ή επαναστάτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rouge | rouges |
rouge (fr) αρσενικό
- (χρώμα) το κόκκινο χρώμα
- (κατ’ επέκταση) το κόκκινο φανάρι στην κυκλοφορία
- ⮡ il est passé au rouge - πέρασε με το κόκκινο
- (οικείο) το κρασί
- ⮡ un petit verre de rouge - ένα κρασάκι/ένα ποτηράκι κρασί
- rouge à lèvres, rouge - το κραγιόν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- rouge - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- rouge - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé