roti
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μαλαϊκά
(ms)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
roti
(ms)
ψωμί
Κατηγορίες
:
Μαλαϊκή γλώσσα
Ουσιαστικά (μαλαϊκά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Català
English
Esperanto
Eesti
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Galego
Fiji Hindi
Hrvatski
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
日本語
Jawa
한국어
Kurdî
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Minangkabau
Bahasa Melayu
Nederlands
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Slovenščina
Gagana Samoa
Svenska
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
Walon
中文