rinse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rinse | rinses |
rinse (en)
- (μετρήσιμο) το ξέπλυμα, περνάω κάτι στη βρύση
- ↪ My hair needs a good rinse.
- Τα μαλλιά μου θέλουν καλό ξέπλυμα.
- ↪ Give it a little rinse.
- Πέρασέ το λίγο στη βρύση.
- ↪ My hair needs a good rinse.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | rinse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rinses |
αόριστος | rinsed |
παθητική μετοχή | rinsed |
ενεργητική μετοχή | rinsing |
rinse (en)
- (μεταβατικό) ξεπλένω, πλένω κάτι μόνο με καθαρό νερό, χωρίς σαπούνι
- ↪ I rinse my mouth/a bottle.
- Ξεπλένω το στόμα μου/ένα μπουκάλι.
- ↪ I rinse my mouth/a bottle.
- (μεταβατικό) ξεπλένω, βγάζω το σαπούνι από κάτι με καθαρό νερό αφού το πλύνω
- ↪ Rinse your hair/sweater well!
- Ξέπλυνε καλά τα μαλλιά/το πουλόβερ σου!
- ↪ Rinse your hair/sweater well!
- (μεταβατικό) ξεπλένω, βγάζω βρομιά από κάτι πλένοντάς το με καθαρό νερό
- ↪ They rinsed the dirt off the wall.
- Ξέπλυναν τη βρομιά του τοίχο.
- ↪ They rinsed the dirt off the wall.
Πηγές
[επεξεργασία]- rinse (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- rinse (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 607, 692-695. ISBN 9780194325684.Oxford University Press]]&rft.isbn=9780194325684&rfr_id=info:sid/el.wiktionary.org:rinse"> , λήμμα: ξεπλένω, περνώ