rider

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
rider riders

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rider < ride -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rider (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rider < αρχαία άνω γερμανική rîdan, στρίβω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁi.de/
 

rider (fr)

  1. πτυχώνω
  2. ζαρώνω

Παράγωγα

[επεξεργασία]