rhythm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
rhythm | rhythms |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rhythm (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- ο ρυθμός
- ⮡ The dancers swayed to the rhythm of the soft music.
- Οι χορευτές λικνίζονταν στο ρυθμό της απαλής μουσικής.
- ⮡ The dancers swayed to the rhythm of the soft music.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- on rhythm: (πάνω) στον ρυθμό, με σωστό ρυθμό
- on the rhythm of (sth): στον ρυθμό του/της