rest with

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας rest with
γ΄ ενικό ενεστώτα rests with
αόριστος rested with
παθητική μετοχή rested with
ενεργητική μετοχή resting with

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rest with < → δείτε τις λέξεις rest και with

rest with (en)

  • (επίσημο) εναπόκειται σε, είναι ευθύνη κάποιου να κάνει κάτι
    It rests with you to decide.
    Εναπόκειται σε σας ν' αποφασίσετε.