rest upon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | rest upon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rests upon |
αόριστος | rested upon |
παθητική μετοχή | rested upon |
ενεργητική μετοχή | resting upon |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]rest upon (en)
- άλλη μορφή του rest on