redolent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]/ˈrɛdələnt/
Ετυμολογία
[επεξεργασία]ύστερα μεσοαγγλικά: redolent (με την σημασία «αρωματικός») < παλαιογαλλικά ή
< λατινικά redolent- «που μυρίζει έντονα» < re(d)- (red-/re-) «πίσω, ξανά» olere «μυρίζω»
Επίθετο
[επεξεργασία]- αναπολητικός, ενθυμητικός, (συνήθως προκαλεί-γεννά έντονο συναίσθημα) που θυμίζει κάτι παλιό ή υπαινίσσεται κάτι
- πιο σπάνια: υπαινικτικός
- που μυρίζει, αρωματικός, ευωδιαστός