reassess

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας reassess
γ΄ ενικό ενεστώτα reassesses
αόριστος reassessed
παθητική μετοχή reassessed
ενεργητική μετοχή reassessing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reassess < re- assess

reassess (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) αναθεωρώ, επανεξετάζω, σκέφτομαι ξανά κάτι για να αποφασίσω αν πρέπει να αλλάξω τη γνώμη σας γι' αυτό
    The government will reassess the terms of the contract for the construction of the underground railway.
    Η κυβέρνηση θα αναθεωρήσει τους όρους της σύμβασης για την κατασκευή του υπόγειου σιδηροδρόμου.
    The residents of the area are asking for their case to be reassessed.
    Οι κάτοικοι της περιοχής ζητούν να επανεξεταστεί η περίπτωσή τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reconsider