rapace

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rapace rapaces

rapace (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αρπακτικός
  2. (μεταφορικά) άρπαγας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rapace rapaces

rapace (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]